- δαρβίνειος
- -α, -ο και δαρβινικός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Δαρβίνο και στη θεωρία του για την εξέλιξη2. φρ. «δαρβίνειο φύμα» — μικρή προεξοχή στην άνω οπίσθια μοίρα τής έλικας τού πτερυγίου τού αφτιού.
Dictionary of Greek. 2013.